- ἱκετικῶς
- ἱκετικόςadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ικετικός — ή, ό (ΑΜ ἱκετικός, ή, όν) [ικέτης] ικετευτικός. επίρρ... ικετικώς (ΑΜ ἱκετικῶς) ικετευτικά, παρακλητικά … Dictionary of Greek